Ἀσκώλια

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀσκώλια Medium diacritics: Ἀσκώλια Low diacritics: Ασκώλια Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑ
Transliteration A: Askṓlia Transliteration B: Askōlia Transliteration C: Askolia Beta Code: *)askw/lia

English (LSJ)

τά, second day of the rural Dionysia, Sch.Ar.Pl.1129.

Spanish (DGE)

-ων, τά
Ascolias fiestas de las Dionisias agrarias del Ática, en las que se saltaba a la pata coja sobre odres engrasados, Sch.Ar.Pl.1129.

Greek Monolingual

Ἀσκώλια, τα (Α)
η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος -ō(lο)-. Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. άσκωλος < αν-σκωλος (πρβλ. αφ' ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου αγκωλιάδεν «άλλεσθαι Κρήτες» και αγκωλιάζων «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», Ησύχ.) δεν είναι ικανοποιητική, γιατί ή πρέπει η λ. ασκώλια να χωριστεί από το ρ. ασκωλιάζω ή το ασκώλια να παραχθεί από το ασκωλιάζω < ασκός, παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο είναι ο τ. ασκωλιάζω να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως προς την έννοια «πηδώ στο ένα πόδι» από το όμοια φωνητικά αγκωλιάζω. Η λ. ασκώλια χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη γιορτή που γινόταν προς τιμή του Διονύσου τη δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, κυρίως πηδούσαν πάνω σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο.
ΠΑΡ. αρχ. ασκωλιάζω, ασκωλίζω].