ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(I)
ἀτάλαντος, -ον (Α)
1. ίσος κατά το βάρος, ισοδύναμος
2. όμοιος
3. ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) + τάλαντον «στάθμη, ζυγαριά»].———————— (II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ταλέντο («ατάλαντος ποιητής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τάλαντο].