ἀτέλευτος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέλευτος Medium diacritics: ἀτέλευτος Low diacritics: ατέλευτος Capitals: ΑΤΕΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atéleutos Transliteration B: ateleutos Transliteration C: ateleftos Beta Code: a)te/leutos

English (LSJ)

ον,

   A endless, eternal, ὕπνος A.Ag.1451 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 384] (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέλευτος: -ον, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, τὸν ἀεὶ φέρουσ’ ἐν ἡμῖν Μοῖρ’ ἀτελεύτον ὕπνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1451.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin, éternel.
Étymologie: ἀ, τελευτή.

Spanish (DGE)

-ον interminable ὕπνος A.A.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτέλευτος, -ον) τελευτή
αυτός που δεν έχει τέλος, ατελεύτητος, αιώνιοςἀτέλευτος ὕπνος» — ο θάνατος)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τελειώσει, ημιτελής
2. άπειρος, αμέτρητος.