αφεντιά
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
Greek Monolingual
η (AM αὐθεντία, Μ και ἀφεντία)
εξουσία, κυριαρχία
μσν.- νεοελλ.
1. κρατική εξουσία
2. δικαστική εξουσία
3. ιδιοκτησία
4. κυριότητα
5. φυλακή
νεοελλ.
1. η τάξη των αφεντάδων, των αρχόντων
2. αρχοντιά, ευγένεια εμφάνισης και τρόπων
3. (με τη γεν. της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του) φιλοφρονητική προσφώνηση με σεβασμό («η αφεντιά σου») ή με ειρωνεία («η αφεντιά μου»)
μσν.
δικαστήριο
αρχ.
1. περιορισμός
2. φρ. «αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας» — αφού σκότωσε με το ίδιο του το χέρι.