Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφεντιά

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Greek Monolingual

η (AM αὐθεντία, Μ και ἀφεντία)
εξουσία, κυριαρχία
μσν.- νεοελλ.
1. κρατική εξουσία
2. δικαστική εξουσία
3. ιδιοκτησία
4. κυριότητα
5. φυλακή
νεοελλ.
1. η τάξη των αφεντάδων, των αρχόντων
2. αρχοντιά, ευγένεια εμφάνισης και τρόπων
3. (με τη γεν. της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του) φιλοφρονητική προσφώνηση με σεβασμό («η αφεντιά σου») ή με ειρωνεία («η αφεντιά μου»)
μσν.
δικαστήριο
αρχ.
1. περιορισμός
2. φρ. «αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας» — αφού σκότωσε με το ίδιο του το χέρι.