αφορμή

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀφορμή)
1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο
2. αιτία, ευκαιρία
3. δικαιολογία, πρόφαση
4. αιτία μιας αρρώστιας
μσν.
1. τρόπος, δυνατότητα
2. μομφή, κατηγορία
3. αμηχανία, τρέλα
αρχ.
1. (κυρίως για πολεμικές επιχειρήσεις) το μέρος από το οποίο εξορμά κάποιος, ορμητήριο
2. τόπος ασφαλής
3. τα μέσα με τα οποία ξεκινά ή επιχειρεί κάποιος κάτι, πόροι, πρόσοδοι
4. το κεφάλαιο ενός τραπεζίτη
5. αυτό που προσφέρεται για επιχείρημα, υλικό ή θέμα επιχειρηματολογίας
6. φρ. «ἀφορμήν δίδωμι» ή «... παρέχω» ή «... λαμβάνω» — βρίσκω πρόφαση, προσφέρω δικαιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμώ (-άω), με υποχωρητικό σχηματισμό].