βαθμίδα

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source

Greek Monolingual

η (AM βαθμίς, Μ και βασμίς) βαθμός
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. η θέση του καθενός από τους επτά φθόγγους της διατονικής κλίμακας ως προς τον βασικό φθόγγο ή «βάση» της, την τονική
2. η θέση που καταλαμβάνει κάποιος στην κοινωνία, και ειδικότερα στην πολιτική ή στρατιωτική ιεραρχία
3. (μηχανολ.) η οδοντωτή προεξοχή σε τροχό μηχανής
4. (τοπογρ.) απότομη πτώση του εδάφους, που εκτείνεται οριζόντια ή πλάγια
5. χαρακτηριστική διαμόρφωση του εδάφους σε μεταλλείο ή λατομείο που γίνεται για εκμετάλλευση με ορισμένη μέθοδο
6. η μεταβολή που εμφανίζει ένα μετεωρολογικό στοιχείο ανά μονάδα απόστασης
7. φρ. «βαθμίδες» ή «βαθμίδες επιτόνου» — μικρά κομμάτια σχοινιού που δένονται οριζόντια μεταξύ επιτόνων και χρησιμεύουν για την αναρρίχηση των ναυτικών και χειριστών των ιστίων, σκαλιέρες
αρχ.
1. βάση, υπόβαθρο αγάλματος
2. κοιλότητα άρθρωσης των οστών.