βασιλίζω
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
A to be of the king's party, Plu. Flam.16: also, c.acc., ἐγώ εἰμι ὁ βασιλίζων τὸν τόπον εἰς ὀνόματι (sic) Μωυς [ῆ] Stud.Pont.3 No.10g (Amisus):—Med., affect, assume the state of a king, App.BC3.18; so in Act., J.AJ1.10.4.
German (Pape)
[Seite 437] von der königlichen Partei sein, Plut. Flam. 16; Sp. – Med., sich wie ein König betragen, App. B. C. 3, 18.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσιλίζω: φρονῶ τὰ τοῦ βασιλέως, Πλούτ. Φλαμ. 16. – Μέσ., λαμβάνω τὸ ὕφος καὶ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως, φέρομαι βασιλικῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 18· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
être partisan de la royauté.
Étymologie: βασιλεύς.
Spanish (DGE)
I intr.
1 tomar el partido del rey ταῖς δ' Ἀθήναις βασιλίζειν ἠναγκασμέναις Plu.Sull.12, cf. Flam.16.
2 adoptar las maneras de un rey ἡ θεραπαινὶς ... βασιλίζουσα I.AI 1.188
•en v. med. comportarse como un rey τὸν Μιθριδάτην ... βούλεσθαι ... βασιλιζόμενον μᾶλλον ἢ δι' ἀργίας ἀποθανεῖν App.Mith.109, βασιλιζόμενον, οὐχ ἡγούμενον del emperador en Roma, ref. a Julio César, App.BC 3.18.
II tr. poner bajo el poder del rey τὸν τόπον IGPA 10g (Amiso).
Greek Monolingual
βασιλίζω (Α) βασιλεύς
1. είμαι με το μέρος του βασιλιά
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι σαν να είμαι βασιλιάς.