βλεφαρίς

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεφᾰρίς Medium diacritics: βλεφαρίς Low diacritics: βλεφαρίς Capitals: ΒΛΕΦΑΡΙΣ
Transliteration A: blepharís Transliteration B: blepharis Transliteration C: vlefaris Beta Code: blefari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A eyelash, Ar.Ec. 402: mostly in pl., Id.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA658a11.    II = βλέφαρον, eyelid, Id.HA504a29.

German (Pape)

[Seite 449] ίδος, ἡ, Augenwimper, Ar. Equ. 373 Eccl. 402 Xen. Mem. 1, 4, 6 Arist. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ θρὶξ τοῦ βλεφάρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 402· τὸ πλείστον πληθ. = τρίχες τῶν βλεφάρων, Λατ. cilia, ὁ αὐτ. Ἱππ. 373, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 6, Ἀριστ. Ζῴ. Μορ. 2.14,1, κτλ. ΙΙ. = βλέφαρον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ.2.12,7.,3.11,7. κ. ἀλλ. [ὁ Δράκων σ. 45 λέγει ὅτι σχηματίζει τὴν γεν. εἰς -ῖδος παρ᾿ Ἴωσιν· ἀλλ᾿ οὐδὲν τοιοῦτο παράδειγμα εἶναι γνωστόν].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
v. βλέφαρον.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
I 1pestaña βλεφαρίδ' οὐκ ἐσώσατο Ar.Ec.402
frec. plu. pestañas Ar.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 658a11, Plu.2.659c, Gal.12.434, 450.
2 párpado βλεφαρίδων καμπυλότης Hp.Coac.214, μύουσι γὰρ τῇ κάτω βλεφαρίδι πάντες Arist.HA 504a29.
II agr. bollón, yema que echa una planta κρυμὸς γέγονε ... καὶ τὰς βλεφαρίδας τῶν ἀμπέλων ... ἀνέκοψεν Gr.Naz.Ep.57.1.

Greek Monolingual

η
βλ. βλεφαρίδα.