Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διανομέας

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

ο (Α διανομεύς, -έως) διανέμω
αυτός που διανέμει, που μοιράζει
νεοελλ.
1. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που διανέμει ή επιδίδει επιστολές, έντυπα, συστημένα έγγραφα, τηλεγραφήματα ή εξαργυρώνει επιταγές
2. (μηχ.) μέρος εξαρτήματος βενζινομηχανών που διανέμει την υψηλή τάση του δευτερεύοντος του πολλαπλασιαστή στους αναφλεκτήρες
3. (ηλεκτρ.) κιβώτιο διακλάδωσης που επιτρέπει την κατά βούληση σύνδεση τών διακλαδιζόμενων κυκλωμάτων της κύριας γραμμής χωρίς να χρειάζεται αποσύνδεση τών αγωγών.