δίπλωση
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
η (AM δίπλωσις) διπλώ
στον πληθ. διπλώσεις
πτυχές υφάσματος
νεοελλ.
το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα
μσν.
γραμμ. η επανάληψη φθόγγου
αρχ.
1. διπλασίαση
2. σύνθεση λέξεων
3. γυμναστική άσκηση, κάμψη του άνω κορμού με παραμονή της λεκάνης και τών ποδιών στην όρθια θέση
4. ονομασία μικρών εντόμων της οικογένειας τών κηκιδομυιών.