ἔμφορος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον,
A productive, profitable, γῆ PLond.3.882.13 (ii B. C.); περιστερεών PEdgar 49.3 (iii B. C.). II ἔμφορα προσβεβλημένα· ἀγέλη προβάτων (ad ἐμφόρβιον pertinens), Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: pap. frec. graf. ἐν-
I 1dud. introducido, añadido ἔμφορα· προσβεβλημένα ἀγέλῃ προβάτων Hsch., pero cf. ἐμφόρβιον.
2 que va cargado, portador, EM 336.55G., 677.30G.
3 subst. οἱ ἔμφοροι sent. dud., prob. los que producen, creadores de tintes por medios sobrenaturales, Zos.Alch.243.19.
II econ. en pap. productivo, en situación de rentar o producir de tierras y explotaciones γῆ PLond.882.13 (II a.C.), αἰγιαλῖτις PMich.224.3685, PMich.Diss.Michael.14.8 (ambos II d.C.), χορτονομαί POxy.918.11.10 (II d.C.), τόπος POxy.242.20 (II d.C.), op. ἄφορος ‘improductivo’ SB 12733.3 (III d.C.), cf. POxy.3047.7, 2847.15 (ambos III d.C.), de anim. ἱερεῖα ἔμφορα τέλεια PCair.Zen.310.3 (III a.C.), op. ἄνευ φόρου ‘sin renta’: (χίμαιραι) ἔμφοροι τέλειαι PWisc.78.159 (III a.C.), περιστερεών POxy.1278.13 (III a.C.).
Greek Monolingual
ἔμφορος, -ον (AM)
1. μσν. επιρρεπής
2. αρχ. παραγωγικός, γόνιμος
2. αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο.