ένθεν

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

(AM ἔνθεν)
επίρρ. (δεικτ.)
1. (για τόπο) από εκεί, απ' αυτό το μέρος («τοὺς δ' ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» — απ εδώ κι απ' εκείἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.)
β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» — απ' εδώ και απ' εκεί
μσν.
1. εδώ, ενταύθα, στην επίγεια ζωή («κλαύσωμεν οὖν ὀλίγον ἔνθεν, ἵνα μὴ κλαύσωμεν ἐκεῑθεν αἰωνίως βασανιζόμενοι», Εφραίμ. Σύρ.)
αρχ.
1. (δεικτ.) (για χρόνο) έπειτα, μετά («τὰ δ' ἔνθεν οὔτ' εἶδον οὔτ' ἐννέπω», Αισχ.)
2. (δεικτ.) από εκείνο το σημείο («φαῑνε δ' ἀοιδήν, ἔνθεν ἑλών», Ομ. Οδ.)
3. (αναφ.) (για τόπο) απ' όπου, απ' εκεί που («ἕζετο δ' ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ, ἔνθεν ἀνέστη», Ομ. Ιλ.)
4. στον τόπο όπου («ἄξουσιν ἔνθεν ἕξουσι τά ἐπιτήδεια», Ξεν.)
5. (για αιτία, αφορμή) απ' όπου («Ἄρει δ' ἔθυον, ἔνθεν ἔστ' ἐπώνυμος πέτρα πάγος τ' Ἄρειος», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν- + επίθημα -θεν, που δήλωνε απομάκρυνση (πρβλ. εκεί-θεν, πόθεν)].