ἐπεμπίπτω
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
English (LSJ)
A fall upon, attack furiously, ἀλλήλοις Ph.2.109; ποίμναις ἐπεμπίπτειν βάσιν S.Aj. 42. 2 fall to, set to work, Ar.Pax471. 3 fit in, of cogs, v. l. in Heliod. ap. Orib.49.4.65.
German (Pape)
[Seite 915] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen; βάσιν τινι, hineinstürmen auf, Soph. Ai. 42; sich worauf legen, καὶ σπουδάζω Ar. Pax 463; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπιπίπτω κατά τινος, προσβάλλω αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί δῆτα ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; τότε λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως πράττω τι, μετὰ σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471.
French (Bailly abrégé)
tomber sur, se jeter sur, attaquer.
Étymologie: ἐπί, ἐμπίπτω.
Greek Monolingual
ἐπεμπίπτω (Α)
1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά
2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.)
3. συναρμολογώ, ταιριάζω.