ἐπεισβάλλω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισβάλλω Medium diacritics: ἐπεισβάλλω Low diacritics: επεισβάλλω Capitals: ΕΠΕΙΣΒΑΛΛΩ
Transliteration A: epeisbállō Transliteration B: epeisballō Transliteration C: epeisvallo Beta Code: e)peisba/llw

English (LSJ)

   A throw into besides, ποτῷ E.El.498.    II intr., invade again, Th.3.13; of a double attack of fever, Gal.7.352; simply, attack, τῇ ἀγέλῃ Palaeph.1.

German (Pape)

[Seite 911] (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ χύνω ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ εἶναι εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις ποτήριον ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσβάλλω ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

se jeter sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἰσβάλλω.

Greek Monolingual

ἐπεισβάλλω (AM)
μσν.
1. διαπερνώ
2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» — ξαναφέρνω στη σκέψη
αρχ.
1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ' ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.)
2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.)
3. (για πυρετό) προσβάλλω για δεύτερη φορά
4. προσβάλλω, επιτίθεμαι.