ἐπικωλύω
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
A hinder, check, ἀλλήλους X.Oec.8.4; τίς . . μ' οὑπικωλύσων τάδε; S.Ph.1242; τὸ ἔργον IG7.3073.35 (Lebad.); τὸν ἐργώνην ib.45: abs., to be a hindrance, Th.6.17:—Pass., PPetr.3p.109 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 955] verhindern, hinderlich sein, τίς ἔσται μ' ὁὐπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226, wer wird mich daran verhindern? τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. 6, 17. Vgl. noch das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικωλύω: μέλλ. -ύσω ῡ, κωλύω, παρεμβάλλω ἐμπόδιον, Θουκ. 6. 17· ἀλλήλους Ξεν. Οἰκ. 8, 4· κωλύω εἴς τι, τίς ἔσται μ’οὑπικωλύσων τάδε; Σοφ. Φ. 1242.
French (Bailly abrégé)
empêcher : τινά τι qqn de faire qch.
Étymologie: ἐπί, κωλύω.
Greek Monolingual
ἐπικωλύω (Α) κωλύω
παρεμποδίζω, παρεμβάλλω εμπόδια.