εὔθηλος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθηλος Medium diacritics: εὔθηλος Low diacritics: εύθηλος Capitals: ΕΥΘΗΛΟΣ
Transliteration A: eúthēlos Transliteration B: euthēlos Transliteration C: eythilos Beta Code: eu)/qhlos

English (LSJ)

ον, (θηλή)

   A with distended udder, E.IA579 (lyr.), Ba.737, AP9.224 (Crin.); εὐ. μαστὸς θεᾶς Lyc.1328.

German (Pape)

[Seite 1069] mit gutem, vollem Euter, πόρις Eur. Bacch. 737; I. A. 579; μαστὸς θεᾶς, der Göttinn volle Brust, Lyc. 1328.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθηλος: -ον, (θηλή) ἔχων θηλὴν σφριγῶσαν, εὔθηλον πόριν Εὐρ. Βάκχ. 737· εὔθηλοι δὲ τρέφοντο βόες Ι. Τ. 580· μαστὸν εὔθηλον θεᾶς Λυκόφρ. 1328.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mamelles pleines de lait, p. ext. aux mamelles gonflées.
Étymologie: εὖ, θηλή.

Greek Monolingual

εὔθηλος, -ον (Α)
1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)
2. (ως επίθ. του μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή.