εύοικος
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
εὔοικος, -ον (Α)
1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει καλά σπίτια
2. κατάλληλος, ευχάριστος, άνετος για κατοικία («οὐδ' ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν», Οππ.)
3. αυτός που έχει λίγες δαπάνες, ο ολιγοδάπανος («τὰ ἴδια εὐοικότατός τε ἅμα καὶ εὐδαπανώτατος ἐγένετο», Δίων Κάσσ.)
4. αγαθός, ευγενικός προς τους οικέτες, προς τους υπηρέτες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οίκος].