εὐτεχνία

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτεχνία Medium diacritics: εὐτεχνία Low diacritics: ευτεχνία Capitals: ΕΥΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: eutechnía Transliteration B: eutechnia Transliteration C: eftechnia Beta Code: eu)texni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A skill in art, Str.1.2.33, D.H.Dem.35, Luc.Herm.20, APl.4.142.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτεχνία: ἡ, ἐμπειρία ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté, industrie ; savoir en gén.
Étymologie: εὔτεχνος.

Greek Monolingual

εὐτεχνία, ἡ (ΑΜ) εύτεχνος
1. η εμπειρία, η γνώση, η επιστήμη στην τέχνη
2. (κατά τον Ησύχ.) «σοφία, σύνεσις».