εὐτεχνία
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A skill in art, Str.1.2.33, D.H.Dem.35, Luc.Herm.20, APl.4.142.6.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτεχνία: ἡ, ἐμπειρία ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté, industrie ; savoir en gén.
Étymologie: εὔτεχνος.
Greek Monolingual
εὐτεχνία, ἡ (ΑΜ) εύτεχνος
1. η εμπειρία, η γνώση, η επιστήμη στην τέχνη
2. (κατά τον Ησύχ.) «σοφία, σύνεσις».