έωλος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἕωλος, -ον)
1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος
2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος
3. (για αβγά) κλούβιος
μσν.
(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε
αρχ.
1. (για πράξεις) παλιός, απηρχαιωμένος
2. συνεκδ. ανούσιος, αηδής
3. (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών
4. (για πληρωμές) καθυστερούμενος, υπόλοιπος
5. (για χρήματα) συσσωρευμένος
6. (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την εκτέλεση ενός έργου από τη μια μέρα στην άλλη, βραδύς, άτολμος, οκνηρός
7. αυτός που υποφέρει από τη μέθη της προηγούμενης ημέρας
8. φρ. α) «ἕωλος θρυαλλίς» — η θρυαλλίδα που έχει ανθρακωθεί και είναι έτοιμη να σβήσει
β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου
γ) «ἕωλος προθυμία» — καθυστερημένη προθυμία
δ) «πρόσφατον καὶ νέον ὕδωρ τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — φρέσκο και νέο νερό είναι το νερό της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) + επίθημα -λος].