ἠλασκάζω

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλασκάζω Medium diacritics: ἠλασκάζω Low diacritics: ηλασκάζω Capitals: ΗΛΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ēlaskázō Transliteration B: ēlaskazō Transliteration C: ilaskazo Beta Code: h)laska/zw

English (LSJ)

lengthd. form of

   A ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Il.18.281: c. acc. loci, h.Ap.142 codd.    II shun, flee from, c. acc., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει Od.9.457 (v.l. ἠλυσκάζει).

German (Pape)

[Seite 1159] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. ἀλυσκάζω u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermuthung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλασκάζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.

French (Bailly abrégé)

1 errer çà et là;
2 tr. fuir, éviter, acc..
Étymologie: ἠλάσκω.

English (Autenrieth)

(ἠλάσκω): wander about; trans., ἐμὸν μένος, ‘try to escape’ by dodging, Od. 9.457.

Greek Monolingual

ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.)
2. ξεφεύγω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ηλάσκω].