θεμελιώνω

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

(AM θεμελιῶ, -όω) θεμέλιο
1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.)
2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνωπάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα»)
νεοελλ.
1. τεκμηριώνω, αποδεικνύω με επιχειρήματα («θεμελίωσε την άποψη σου»)
2. στηρίζω κάτι κάπου, επιβεβαιώνω κάτι («παραφορούντ' απόμακρα, μα δεν το θεμελιώνουν», Ερωτόκρ.)
3. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θεμελιωμένος, -η, -ο
α) οικοδομημένος, χτισμένος
β) μτφ. ριζωμένος, στερεωμένος
γ) μτφ. γεροφτιαγμένος, καλοκαμωμένος
δ) μτφ. σίγουρος, βέβαιος.