θίνα

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

η (ΑΜ θίς και θίν, γεν. θινός, ὁ και ἡ)
νεοελλ.
γεωλ. γεωμορφή αιολικής προελεύσεως που απαντά σε έρημους και σε παράκτιες περιοχές, αμμόβουνα σχηματισμένα με την επενέργεια του ανέμου
αρχ.
1. σωρός
2. σωρός άμμου
3. αμμώδης ακτή, παραλία, ακροθαλασσιά
4. οι αμμώδεις εκτάσεις της Λιβύης
5. σύρτη στο στόμιο ποταμού, αμμώδης υποβρύχια έξαρση του βυθού
6. όχθη χειμάρρου
7. άμμος ή ιλύς στον πυθμένα της θάλασσας
8. μτφ. η καρδιά, το εσωτερικό («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις» — πως μού ταράζεις το βάθος της καρδιάς», (Αριστοφ.)
9. παραθαλάσσιο φυτό («θινὸς ὄζειν», Αριστοτ.)
10. φρ. α) «παρὰ θῑν' ἁλός ἀτρυγέτοιο» — στην αμμουδιά της απέραντης θάλασσας, Ομ. Ιλ.)
β) «ἄκρης πόλιος θίς» — ο ναός που δεσπόζει στην Ακρόπολη τών Αθηνών, ο Παρθενώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. ινδ. dhisnya- «τοποθετημένο σε ανάχωμα», το οποίο προήλθε από ουδ. θ. < ΙE dhisen-, dhisn-, απ' όπου ελλ. θιών, θιην, θιν- και, ακολούθως, ονομ. θις, που αποτελεί νεώτερο σχηματισμό. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, συνδέεται με νέο άνω γερμ. Dune, με την ίδια σημασία, ή και με τις γλώσσες του Ησυχίου θίλα
θημών, θικέλιον
την γογγυλίδα].