ἰδιότυπος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐότῠπος Medium diacritics: ἰδιότυπος Low diacritics: ιδιότυπος Capitals: ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: idiótypos Transliteration B: idiotypos Transliteration C: idiotypos Beta Code: i)dio/tupos

English (LSJ)

ον,

   A of a peculiar form, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1237] von eigenthümlicher Gestaltung, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιότῠπος: -ον, ὁ ἔχων ἴδιον τύπον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιότυπος, -ον)
αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος.
επίρρ...
ιδιοτύπως
ιδιορρύθμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τύπος (< τύπος), πρβλ. αντί-τυπος, ζηλό-τυπος].