καθελκύω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καθελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καθειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καθείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.

French (Bailly abrégé)

f. καθελκύσω, ao. καθείλκυσα, pf. καθείλκυκα, pqp. καθειλκύκειν;
Pass. ao. καθειλκύσθην, pf. καθείλκυσμαι;
tirer de haut en bas, faire descendre en tirant, acc. ; en parl. de vaisseaux amener à la mer, mettre à flot.
Étymologie: κατά, ἑλκύω.

Greek Monolingual

σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)].