καταλαβεύς
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
έως, ὁ,
A holder, nail, in pl., Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1358] ὁ, nach VLL. = πάσσαλος.
Greek Monolingual
καταλαβεύς, ὁ (Α) καταλαμβάνω
πάσσαλος ή καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-λαβ- (καταλάβω) του καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + -εύς (πρβλ. αντι-λαβ-εύς, περιλαβ-εύς)].