καταστύφελος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστύφελος Medium diacritics: καταστύφελος Low diacritics: καταστύφελος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΦΕΛΟΣ
Transliteration A: katastýphelos Transliteration B: katastyphelos Transliteration C: katastyfelos Beta Code: katastu/felos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A very hard or rugged, πέτρη, χῶρος, h.Merc. 124, Hes.Th.806.

German (Pape)

[Seite 1383] sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.

Greek (Liddell-Scott)

καταστύφελος: ῠ, ον, λίαν τραχὺς ἢ ἀπότομος πέτρη, χῶρος Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «κατάξηρος» καθ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très dur, très rude;
2 très sec.
Étymologie: κατά, στυφελός.

Greek Monolingual

καταστύφελος, -ον (Α)
πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στυφελός «τραχύς»].