καταφρόνηση
Greek Monolingual
και καταφρόνεση, ἡ (AM καταφρόνησις, Μ και καταφρόνεσις) καταφρονώ
1. περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι
2. ταπείνωση, εξευτελισμός
νεοελλ.-μσν.
1. ασέβεια
2. θράσος
αρχ.
1. αυτοπεποίθηση, συναίσθηση υπεροχής έναντι άλλου
2. πάπ. αμέλεια
3. φρ. «Περὶ ἀλόγου καταφρονήσεως» — τίτλος έργου του Πολυστράτου.