Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουδούνι

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον)
κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ' αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό ήχο
νεοελλ.
μικρή ηχητική συσκευή που είναι μέσο διαβίβασης ηχητικών κλήσεων
2. μουσ. ιδιόφωνο μεταλλικό όργανο που είναι μια μικρή καμπάνα
3. στον πληθ. τα κουδούνια
μικρά σταφύλια που μένουν μετά τον τρύγο, αλλ. καμπανάρια
4. φρ. α) «του κρέμασαν κουδούνια» — τον κατηγόρησαν, τον δυσφήμησαν, τον κατασυκοφάντησαν (συνήθως για ερωτική παρεκτροπή)
β) «έγινα κουδούνι» ή «έγινε κουδούνι το κεφάλι μου» — ζαλίστηκα πολύ
γ) «χωρίς πομπή κουδούνι» — κακολογία, κατηγορία, δυσφήμηση χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κουδούνι < κωδώνιον, υποκορ. του κώδων, με κώφωση τών δύο -ω- και απώλεια της υποκορ. σημ.].