κριμνίτης

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κριμνίτης Medium diacritics: κριμνίτης Low diacritics: κριμνίτης Capitals: ΚΡΙΜΝΙΤΗΣ
Transliteration A: krimnítēs Transliteration B: krimnitēs Transliteration C: krimnitis Beta Code: krimni/ths

English (LSJ)

[ῑτ] ἄρτος, ὁ, bread

   A made of κρίμνον, coarse bread, Archestr.Fr.4.13 (κριμματίαν codd.), Iatrocl. ap. Ath.14.646a.

German (Pape)

[Seite 1509] πλακοῦς, Kuchen von κρίμνον gebacken, Ath. XIV, 646 a. Dasselbe ist bei Hesych. κριμνῆστις, πλακοῦντος εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

κριμνίτης: ἄρτος, ὁ, ἄρτος πεποιημένος ἐκ κρίμνου, φαῦλος, πρόστυχος ἄρτος, Ἀθήν. 646Α· ― οὕτω κριμνατίας ἄρτος (κοινῶς κριμμ-), Ἀρχέστρ. αὐτόθι 112Β.

Greek Monolingual

κριμνίτης, ὁ (Α) κρίμνον
φρ. «κριμνίτης ἄρτος» — άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + -ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ-ίτης, ιπν-ίτης].