κυανοχαίτης
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dark-haired, in Hom. usu. of Poseidon, perh. in reference to the dark blue of the sea, Il.20.144, Od.9.536, cf. Hes. Th.278; Ἀρείων Thebais 4; of a horse, dark-maned, Il.20.224, Hes. Sc.120: voc. κυανοχαῖτα h.Cer.347:—also nom. κυανοχαῖτα Il.13.563, 14.390; treated as indeclin. and joined with dat., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι Antim.27. [ῡ, metri gr.]
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, auch κυανοχαῖτα, Il. 13, 563. 14, 390 (dat. soll diese Form bei Antim. sein, s. Lob. parall. 184), der dunkel-, schwarzgel ock te; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt, Il. 20, 144 Od. 9, 536; Hes. Th. 278; – aber Il. 20, 224 vom Pferde, das schwarzgemähnte, wie Hes. Sc. 120; – H. h. Cer. 348 vom Hades.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων μέλαιναν κόμην, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος, ἴσως ἐν σχέσει πρὸς τὸ βαθὺ κυανοῦν χρῶμα τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Υ. 144, Ὀδ. Ι. 536, καλεῖται καὶ ἁπλῶς Κυανοχαίτης, πρβλ. Ἡσ. Θ. 278· ἐπὶ ἵππου, ὁ ἔχων μέλαιναν χαίτην, Ἰλ. Κ. 224, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 120. ― Κλητ. κυανοχαῖτα, ἐν Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 348, ἐπὶ τοῦ ᾍδου πρβλ. μελαγχαίτας. Ὀνομαστική τις κυανοχαῖτα (ὡς τὸ ἱππότα ἀντὶ ἱππότης, κτλ.) χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἰλ. Ν. 563., Ξ. 390, ὅπερ ὁ Ἀντίμαχ. ἐθεώρει ὡς ἄκλιτ., συνάπτων αὐτὸ μετὰ δοτ., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι, Χοιροβ. ἐν Θεοδ. 124. 21, πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 184. ῡ, χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ου;
voc. κυανοχαῖτα;
adj. m.
à la chevelure ou à la crinière noire.
Étymologie: κύανος, χαίτη.
Greek Monolingual
κυανοχαίτης, -ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α)
1. (συν. ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη
3. ως κύριο όν. Κυανοχαίτης
ο Ποσειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + χαίτη (πρβλ. βοτρυο-χαίτης, κισσο-χαίτης. Ο τ. κυανοχαῖτα < κυαν(ο)- + χαῖτα, κλητική του -χαίτης, που έχει χρήση ονομαστικής (πρβλ. χρυσο-χαίτα)].