λαναράς
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
ο λανάρι
1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι
2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής
3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών.