λῆδος

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆδος Medium diacritics: λῆδος Low diacritics: λήδος Capitals: ΛΗΔΟΣ
Transliteration A: lē̂dos Transliteration B: lēdos Transliteration C: lidos Beta Code: lh=dos

English (LSJ)

Dor. λᾶδος, εος, τό,

   A a cheap common dress, esp. a light summer dress, Alcm.97 (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, λήδιον or ληδίον, τό, and ληδάριον (qq.v.).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
ledum, c. λῆδον.
2ους (τό) :
vêtement léger ; vêtement pauvre ou usé.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)
1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος
2. φθαρμένο τριβώνιο, χλαμύδα, πανωφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της υπόσταση].