μακριά

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

μακριά, μακρέα και μακρεά)
επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργαείναι μακριά από δω η πόλη»)
νεοελλ.
1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα»)
2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου μας» — λέγεται ως δήλωση αποτροπής κάποιου κακού
β) «ζει μακριά απ' τον κόσμο» — είναι ακοινώνητος
γ) «είμαστε μακριά» — δεν συμφωνούμε
δ) «μακριά είσαι νυχτωμένος» — δεν καταλαβαίνεις τίποτε
ε) «είσαι μακριά» — απέχεις πολύ από την πραγματικότητα
μσν.
φρ. «στα μακρέα» — για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακριά < μσν. μακρέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλέα > μηλιά, ελαία > ελιά). Ο μσν. τ. μακρέα προήλθε από τον πληθ. του ουδ. του επιθ. μακρύς κατά το επίρρ. βραχέα].