μεταχείριση
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) μεταχειρίζομαι
χρησιμοποίηση, χρήση
νεοελλ.
τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον
μσν.
1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας
2. σφετερισμός, οικειοποίηση
3. εγχείρημα, επιχείρηση
4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή
αρχ.
1. ιατρική αγωγή, θεραπεία
2. ιατρ. τρόπος παρασκευής («μεταχείρισις επιπλάσματος», Ορειβ.).