Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυστρί

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

το (ΑΜ μυστρίον) μύστρον
νεοελλ.
εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και το χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση
μσν.
μικρό σιδερένιο εργαλείο τών λιθοξόων, ο τύκος, το τυκίον
(μσν. -αρχ.) υποκορ. του μύστρον
αρχ.
1. η μυστίλη
2. είδος μέτρου ίσο με δύο κοχλιάρια, το μύστρον.