μπάλα
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
η (Μ μπάλα και πάλα)
1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα του μπάσκετ»)
2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά 'χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε μία, μπάλα να του 'ρθη στην καρδιά», δημ. τραγούδι)
3. βλήμα κανονιού, οβίδα
νεοελλ.
1. κάθε αντικείμενο σφαιρικού σχήματος («μού πέταξε μια μπάλα από χιόνι»)
2. παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, συνήθως το ποδόσφαιρο («θα παίξουμε μπάλα»)
3. φούσκα, μπαλόνι
4. γυάλινος βώλος με τον οποίο παίζουν τα παιδιά, μπίλια
5. δέμα εμπορευμάτων καλά συσκευασμένων («δέκα μπάλες χαρτί»)
6. δέμα χόρτου, βαμβακιού, καπνού, αχύρου
7. φρ. «όποιον πάρει η μπάλα» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αδιαφορεί κανείς για το ποιος θα υποστεί τις συνέπειες ή θα θιγεί από ενέργεια ή λόγο («θα το πω κι όποιον πάρει η μπάλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balla < ιταλ. palla (πρβλ. μσν. λατ. bala και palla και τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. πάλλα)].