ξεψυχώ
From LSJ
Greek Monolingual
-άω
1. εγκαταλείπω τη ζωή παραδίδοντας την ψυχή μου, το πνεύμα μου, πεθαίνω
2. φθίνω σιγά σιγά, λιγοστεύω σταδιακά, σβήνω («το καντήλι ξεψυχά»)
3. επιθυμώ με πάθος, ποθώ («ξεψυχάει για γλέντια»)
4. βασανίζω κάποιον υπερβολικά, ταλαιπωρώ, του βγάζω την ψυχή («με ξεψύχησε μέχρι να μού επιστρέψει τα χρήματα που του είχα δανείσει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεψύχησα (βλ. και λ. ξε-), αόρ. του ἐκψύχω «πεθαίνω»].