ξεφυσώ

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368

Greek Monolingual

-άω
1. αφήνω να περάσει από μέσα μου αέρας ή αέριο ορμητικά («το πιστόνι της τρόμπας ξεφυσάει»)
2. αναπνέω με δυσκολία μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχώ, λαχανιάζω, ασθμαίνω
3. αναστενάζω βαθιά
4. (κατ' ευφ.) κλάνω, πέρδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φυσῶ (αόρ. ἐξ-εφύσησα), βλ. λ. ξ(ε)-].