μυρτίδανον
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
τό,
A a myrtle-like plant, Hp.Mul.1.34. II warty excrescence on the stem of the myrtle, like the kermes berries on the holm-oak, Dsc.1.112, Plin.HN23.164. III seed of the Persian pepper-tree, Hp.Mul.2.205, Gal.19.106. 2 an Indian or Persian fruit used as pepper, Diosc.Gloss. ap. Gal. l.c.
German (Pape)
[Seite 222] τό, 1) eine myrthenähnliche Pflanze, Diosc. – 2) ein Auswuchs an dem Stamme und den Zweigen der Marthe, wie die Kermes- od. Scharlachbeeren, Sp. – 3) die Frucht des persischen Pfeffers, auch eine andere aus Indien od. Persien stammende Frucht, die als Pfeffer genossen wurde, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίδᾰνον: τό, φυτόν τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν μύρτον, Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. ἐπίφυσις ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον, Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ κόκκος τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15˙ ὡσαύτως, ἕτερός τις καρπὸς Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sorte de plante semblable au myrte;
2 excroissance parasite sur l’écorce du myrte;
3 fruit du poivrier.
Étymologie: μύρτος.
Greek Monolingual
μυρτίδανον, τὸ (Α)
1. είδος φυτού που είναι παρεμφερές με τη μυρτιά
2. ανώμαλη επίφυση που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς
3. ο καρπός ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως πιπέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. ερευθέ-δανον)].