μύαξ
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A = μῦς 11, sea-mussel, Xenocr. ap. Orib.2.58.90, Dsc. 2.5, Plin.HN32.95; also of its shell, Dsc.1.32,33. II = μύστρον 2, Crito ap.Gal.14.105; μ. χαλκοῦς Id.12.892. (Cf. Lat. mūrex.)
German (Pape)
[Seite 213] ακος, ὁ, 1) = μῦς. – 2) die Miesmuschel, Diosc. – 3) = μύστρον, Lob. Phryn. 321.
Greek (Liddell-Scott)
μύαξ: -ᾰκος, ὁ, = μῦς ΙΙ, θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», Ξενοκρ. σ. 12, Πλίν. 32. 31. ΙΙ. = μύστρον ΙΙ, Γαλην.· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 321. ΙΙΙ. τὸ ἄνω μέρος τῆς κόγχης Χριστιανικοῦ ναοῦ, Σωφρόνιος 3984Α, Β.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μύαξ)
ζωολ. το μύδι
μσν.
αρχιτ. το επάνω μέρος της κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα
αρχ.
1. όστρακο, καύκαλο
2. κουτάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. μῦς (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, δηλωτικό ονομάτων ζώων (πρβλ. ασπάλ-aξ, μέμβρ-αξ). Κατ' άλλους, πρέπει να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «φύκι» (πρβλ. λατ. muscus και νέο άνω γερμ. Μiesmuschel «μύδι»), ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. συνδέεται με το μύω «κλείνω». Τέλος, η άποψη κατά την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και αντιστοιχεί με το λατ. mūrex «είδος κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή].