ναυταπάτη
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
Greek Monolingual
η
(νομ.) αδίκημα που συνίσταται σε δόλια πρόκληση ζημιάς στο πλοίο ή στο φορτίο από τον πλοίαρχο ή από το πλήρωμα με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον πλοιοκτήτη ή σε πρόκληση ζημιάς από τον ίδιο τον πλοιοκτήτη για να εισπράξει την ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].