νομοφύλαξ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ (ἡ LXX 4 Ma.15.32),
A guardian of the laws, title of officials appointed to watch over the laws and their observance, Pl.Lg.755a, 770c, etc.; οἱ ν. ἀριστοκρατικόν Arist.Pol.1323a8, cf. Cic.Legg.3.20.46; at Athens, Philoch.141b, etc.; at Sparta, Paus.3.11.2, IG5(1).31, al.; at Thasos, BCH52.55 (iv/iii B.C.); at Alexandria, PHal.1.42 (iii B.C.), prob. in Mitteis Chr.369 i 33 (iii B.C.); at Priene, SIG282.17 (iv B.C.); at Cyrene, Abh.Berl.Akad. 1925(5).7 (iii B.C.). 2 observer of the law, σὺ ἡ ν. LXX l.c. II minor official under control of village elders, with police and fiscal duties, PAmh.2.108.8, BGU759.20, PRyl.122.7, POxy.1440.7 (all ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
νομοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ τῶν νόμων· ἐν ταῖς ἀρχαίαις δημοκρατίαις ὄνομα ἄρχοντος τεταγμένου ὅπως ἐπιτηρῇ τὴν ἀκριβῆ ἐκτέλεσιν τῶν νόμων, Πλάτ. Νόμ. 755Α, 770C, κτλ.· ἡ ἀρχὴ τῶν νομοφυλάκων ἦν ἰδιάζουσα τοῖς ἀριστοκρατικοῖς πολιτεύμασι, οἱ μὲν νομοφύλακες ἀριστοκρατικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 24· κατάλογοι αὐτῶν ὑπάρχουσιν ἐν Σπαρτιατικαῖς ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1237-58· ἐν Ἀθηναϊκαῖς, ἴδε Φιλόχορ. 141Β, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 129. 15. - Κατὰ Πολυδ. Η΄, 102, «οἱ ἔνδεκα εἷς ἀφ’ ἑκάστης φυλῆς ἐγίνετο, καὶ γραμματεὺς αὐτοῖς συνηριθμεῖτο. νομοφύλακες δὲ κατὰ τὸν Φαληρέα μετωνομάσθησαν» κτλ.· - μεταφορ., ἐπόπτης τῆς οἰκιακῆς τάξεως, «νομίσαι οὖν ἐκέλευον τὴν γυναῖκα καὶ αὐτὴν νομοφύλακα τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ εἶναι» Ξεν. Οἰκ. 9, 15.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλησ. = χαρτοφύλαξ, «ὁ χαρτοφύλαξ ἐπισκοπικῶν δικαίων, φροντιστὴς ἀξιόμαχος· οὕτω γὰρ καὶ νομοφύλαξ καλεῖται» Βαλσαμὼν περὶ Χαρτοφυλ. σ. 457, κλ.
French (Bailly abrégé)
ύλακος (ὁ) :
gardien des lois, magistrat chargé de veiller à l’exécution des lois.
Étymologie: νόμος, φύλαξ.
Greek Monolingual
νομοφύλαξ, -ακος, ὁ (ΑΜ, Α σπαν. και ως θηλ. νομοφύλαξ, ή)
φύλακας, επιτηρητής, τηρητής τών νόμων
μσν.
το πολιτικό και εκκλησιαστικό αξίωμα του χαρτοφύλακος, του αξιωματούχου που ήταν εντεταλμένος για τη φύλαξη τών νόμων του κράτους ή του πατριαρχείου
αρχ.
1. άρχων εντεταλμένος να επιτηρεί για την τήρηση, για την ακριβή εκτέλεση τών νόμων
2. αυτός που τηρεί τον νόμο
3. κατώτερος υπάλληλος που είχε οικονομικά και αστυνομικά καθήκοντα και βρισκόταν υπό τον έλεγχο τών προϊσταμένων της κοινότητας
4. φρ. «νομοφύλαξ της οικίας»
(για γυναίκα) επόπτης της οικιακής τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + φύλαξ.