πασσαλίσκος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασσᾰλίσκος Medium diacritics: πασσαλίσκος Low diacritics: πασσαλίσκος Capitals: ΠΑΣΣΑΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: passalískos Transliteration B: passaliskos Transliteration C: passaliskos Beta Code: passali/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of πάσσαλος, Plb.Fr.163 ; used to force open the mouth, Hp. Mul.2.203 ; esp.

   A peg or pin in musical instruments, οἱ π. τῆς κιθάρας Sch.Ar.V.572 ; = κόλλοψ, EM525.31.

German (Pape)

[Seite 532] ὁ, dim. von πάσσαλος, Mathem., bes. ein Wirbel an musikalischen Instrumenten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πασσᾰλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ πάσσαλος, Ἱππ. 671.6, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. κόλλοψ, «στρηφτάρι» μουσικῶν ὀργάνων, οἱ π. τῆς κιθάρας Σχόλ εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 572, Ἐτυμολ. Μέγ., κλ.· ὡσαύτως πασσάλιον, τό, «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ μέσον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ό, ΝΜΑ πάσσαλος
μικρός πάσσαλος
αρχ.
1. ιατρικό εργαλείο για διάνοιξη και τήρηση του στόματος ανοιχτού
2. (για μουσικά όργανα) κόλλοψ
3. ο κυνόδοντας.