νῶκαρ

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῶκαρ Medium diacritics: νῶκαρ Low diacritics: νώκαρ Capitals: ΝΩΚΑΡ
Transliteration A: nō̂kar Transliteration B: nōkar Transliteration C: nokar Beta Code: nw=kar

English (LSJ)

ᾰρος, τό,

   A lethargy, coma, Nic.Th.189, Hsch. ; expld. by στέρησις τῆς ψυχῆς, Hdn.Gr.2.770.    II as Adj., slothful, sleepy, Suid.

German (Pape)

[Seite 272] αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit, Hesych. erkl. νύσταξις u. νωθεία, tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. δυσκίνητος, träg, langsam, u. leiten es von νη u. ὀχέω ab. Vgl. aber κάρος.

Greek (Liddell-Scott)

νῶκαρ: -ᾰρος, τό, νύσταξις, νωθρότης, Νικ. Θηρ. 189, «νῶκαρ· νύσταξις, νοθεία, κακόσχολος ἔννοια» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀκνηρός, νυσταλέος, δυσκίνητος, Σουΐδ.· οὕτω καὶ νωκᾰρώδης, ες, Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.

Greek Monolingual

νῶκαρ, -αρος, τὸ (Α)
1. λήθαργος, κώμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια»
3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε -αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωκ- του θ. νεκτών νέκυς-νεκρός. Το γεγονός όμως ότι η λ. νῶκαρ μαρτυρείται σχετικώς μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την άποψη ότι το φωνήεν -ω- οφείλεται στην επίδραση της λ. κῶμα, ενώ η κατάλ. -αρ σε επίδραση τών ὄναρ, ὕπαρ.