ορνιθίας

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀρνιθίας)
άνεμος ο οποίος πνέει κατά την άνοιξη από βόρειες διευθύνσεις και οφείλει την ονομασία αυτή στην εντύπωση ότι διευκολύνει τα αποδημητικά πτηνά κατά τις μετακινήσεις τους προς τα νότια
μσν.
έμπορος πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κλιμακ-ίας)].