παραύξησις

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραύξησις Medium diacritics: παραύξησις Low diacritics: παραύξησις Capitals: ΠΑΡΑΥΞΗΣΙΣ
Transliteration A: paraúxēsis Transliteration B: parauxēsis Transliteration C: parayksisis Beta Code: parau/chsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A waxing, ἡμερῶν καὶ νυκτῶν Gem.6.29 (pl.) ; opp. μείωσις, Id.18.4 ; τῆς σελήνης Dsc. 5.141 ; φωτός Porph. ap. Eus.PE3.11, cf. Jul.Or.4.147b.    2 progressive increase of parallel series, Vett. Val.295.6.    3 metrical lengthening, φωνῶν S.E.M.1.126(pl.).    4 singing of high notes, ἡ παραυξήσεως φιλοτεχνία Antyll. ap. Orib.6.10.7.    5 Rhet., amplification, exaggeration, Quint.Inst.9.2.106.

German (Pape)

[Seite 505] Vermehrung, Vergrößerung durch daneben- od. darangesetzte Stücke od. Theile, Clem. Al. u. a. Sp.; Ggstz von μείωσις, S. Emp. adv. log. 2, 58.

Greek (Liddell-Scott)

παραύξησις: ἡ, αὔξησις, τῆς σελήνης Διοσκ. 5. 159, κτλ.· κατὰ προσαύξησιν, διὰ προσθήκης, Κλήμ. Ἀλεξ. 457· - οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ παραύξη παρὰ Φίλωνι 1. 359· - ἐν τῷ πληθ., αὐξήσεις, παραυξήσεις φωνῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 126.

Greek Monolingual

-ἡσεως, ἡ, ΜΑ παραυξάνω
1. μεγέθυνση, αύξηση
2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση
3. αύξηση της εντάσεως
4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών
αρχ.
1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών
2. μετρική μήκυνση, έκταση
3. τραγούδημα σε ψηλούς τόνους
4. (ρητ.) η δείνωση, το να προσδίδει ο ρήτορας στόμφο στον λόγο.