περιαρτηρίτιδα

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. φλεγμονώδης αντίδραση του έξω χιτώνα τών αρτηριών και του ιστού που τίς περιβάλλει
2. φρ. «οζώδης περιαρτηρίτιδα» — βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας η οποία προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το νευρικό σύστημα, προκαλώντας μεγάλη αλλοίωση της γενικής κατάστασης του ασθενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periarteritis < περι- + αρτηρία].