περιεσταλμένως

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεσταλμένως Medium diacritics: περιεσταλμένως Low diacritics: περιεσταλμένως Capitals: ΠΕΡΙΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: periestalménōs Transliteration B: periestalmenōs Transliteration C: periestalmenos Beta Code: periestalme/nws

English (LSJ)

Adv., (περιστέλλω)

   A couertly, Arr.Epict.3.7.13, D.L.7.16; τὰ αἰσχρὰ π. ἀπαγγέλλειν gloss them over, Theon Prog.2 : gloss on εὐσταλέως, Erot.

German (Pape)

[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περιστέλλω, versteckt, Schol. Ar. Equ. 18.

Greek (Liddell-Scott)

περιεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιστέλλω, κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά
2. με επιφύλαξη, με συστολή
3. με κομψό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος του περιστέλλω.