περιεσταλμένως
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
Adv., (περιστέλλω)
A couertly, Arr.Epict.3.7.13, D.L.7.16; τὰ αἰσχρὰ π. ἀπαγγέλλειν gloss them over, Theon Prog.2 : gloss on εὐσταλέως, Erot.
German (Pape)
[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περιστέλλω, versteckt, Schol. Ar. Equ. 18.
Greek (Liddell-Scott)
περιεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιστέλλω, κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά
2. με επιφύλαξη, με συστολή
3. με κομψό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος του περιστέλλω.