πολεμώ

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

(I)
πολεμῶ, -έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν πόλεμος
1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.)
2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία τους»)
3. μάχομαι («τίνες δέ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῑν θαρραλέοι εἰσί;», Πλάτ.)
4. προσπαθώ να εξουδετερώσω κάποιον ή να απαλλαγώ από κάτιπρέπει να πολεμήσουμε κατά της εγκληματικότητας»)
5. (σχετικά με νόσο) καταπολεμώ
νεοελλ.
1. καταβάλλω έντονη προσπάθεια να πετύχω κάτι, μοχθώ, πασχίζω («να το μάτι που τον ήλιο πολεμάει να ματαϊδεί», Σολωμ.)
2. κουράζομαι κατά τη διάρκεια της εργασίας μου («στ' αργαστήρι δουλεύω χρυσικός, πολεμώ», Παλαμ.)
3. φρ. «καλώς τά πολεμάτε» — χαιρετισμός διαβάτη προς εργαζομένους
4. παροιμ. «όγιος (=όποιος) πολεμά δε χάνει» — ο εργαζόμενος πάντοτε ωφελείται
μσν.
παθ. πολεμοῡμαι, -έομαι
υφίσταμαι πολεμική επίθεση
αρχ.
φιλονικώ, τσακώνομαι («ἀλλὰ τί ποτε σύ, ὦ παῖ, τῷ Σάκᾳ οὕτω πολεμεῖς;», Ξεν.).———————— (II)
-όω, Α πόλεμος
1. κάνω κάποιον εχθρό με κάποιον άλλο (α. «ἐφ' οἷς ἀγανακτήσασα ἡ θεία δίκη αὐτὸν τοι τὸν Ἀντίοχον ἐπολέμωσεν», ΠΔ
β. «ἐνδοιάζῃ χωρίον προσλαβεῑν ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῡταί τε καὶ πολεμοῡται», Θουκ.)
2. μέσ. πολεμοῡμαι, -όομαι
κάνω κάποιον εχθρό μου.