πολύφρων
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A ingenious, inventive, Il.18.108, al.; epith. of Odysseus, Od.14.424; of Hephaestus, Il.21.367, Od.8.297; ἄλοχος Q.S.1.727: Sup. -έστατος Euryph. ap. Stob.4.39.27. 2 embodying much thought, ἀτρέκεια Orac. ap. Dam.Pr.161.
German (Pape)
[Seite 676] ον, sehr verständig, klug, stets in gutem Sinne; Il. 18, 108; so heißt Hephästus, 21, 367 u. öfter, wie Odysseus, Od. 14, 424. 20, 239. – Auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ συνετός, πολὺ φρόνιμος, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, εὑρετικός, ὡς τὸ πολύμητις, Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent;
2 très ingénieux, industrieux, inventif.
Étymologie: πολύς, φρήν.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ συνετός, σώφρονας
μσν.
αυτός που περιέχει ή απαιτεί πολλή σκέψη ή φροντίδα για να γίνει
αρχ.
(ως προσωνύμιο του Ηφαίστου) ευφυής, επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φρων (< φρήν, φρενός, ἡ «πνεύμα, νους»), πρβλ. ά-φρων, εύ-φρων].